- πασούμι
- το1. (στο παρελθόν) είδος γυναικείου υποδήματος2. γυναικεία παντόφλα με τακούνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τον τ. πασουμάκι, που νομίστηκε υποκοριστικό (πρβλ. τσαρδάκι > τσαρδί)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασούμι — πασούμι, το και πασουμάκι, το (λ. τουρκ.), γυναικεία παντόφλα με τακούνι, αλλιώς γοβάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασουμάκι — το πασούμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pasmak] … Dictionary of Greek
πατίκι — (I) και πατήκι το η παντόφλα, το πασούμι, και γενικά το παπούτσι, το πατούμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + κατάλ. ίκι (πρβλ. ξυλ ίκι)]. (II) και μπατίκι, το η ετήσια καταβολή σε είδος από κάθε ενορίτη προς τον ιερέα, που ήταν συνήθως 1 κιλό σιτάρι.… … Dictionary of Greek
τσαρδί — το, Ν 1. τσαρδάκι 2. (παλ. τ.) στρατόπεδο, κατασκήνωση 3. φρ. «στήνω τσαρδί» στρατοπεδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. τσαρδάκι το οποίο θεωρήθηκε υποκοριστικό (πρβλ. πασούμι < πασουμάκι)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek